Μια (όχι και τόσο ) Πρωτοχρονιάτικη ιστορία

Τρέχουν τα γεγονότα μπροστά στα μάτια μας , αλλά λόγω των ημερών ανοίγουμε μια παρένθεση . Άλλωστε , όπως λέει και το τραγούδι , ” όλα τελικά ξαναγυρνάν σε μας” . Θα τα διαβάσουμε έν καιρώ . Ας χαλαρώσουμε για πέντε μέρες και ας αδειάσουμε μυαλό και ψυχή . Έτσι σκεπτόμενος , αποφάσισα να σας διηγηθώ μια ιστορία ,να τη διαβάσετε μετά το εορταστικό τραπέζι και να αποκοιμηθείτε στον καναπέ . Η ιστορία αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις γιορτές , αλλά και πάλι , ποτέ δεν ξέρεις ..

Τα παλιά τα χρόνια , δεκαετία του 80 , όταν στον κάμπο στα Γιάννενα είχαμε ακόμα καπνά , κάθονταν οι δικοί μου το απόγευμα και αρμάθιαζαν . Μη ρωτάτε τι σημαίνει αυτό , όποιος κατάλαβε .. Εκεί δίπλα που λέτε , υπήρχε ένα σιδερένιο βαρέλι . Τεράστιο στα παιδικά μου μάτια , τεράστιο και μετά που μεγάλωσα . Όταν οι άλλοι δούλευαν , για να μη τους ενοχλώ , ήταν που ήταν επίπονη η εργασία ( μιλάμε για τις προ μηχανής εποχές , όταν η δουλειά γίνονταν με τη σακοράφα – πάλι όποιος κατάλαβε..-) μου έλεγαν ” παίξε με την αδερφούλα εκεί στο βαρέλι ” . Για να μας προσέχουν κιόλας . Μ’ ετούτα και μ’ εκείνα καταλαβαίνετε πως αυτό το σκηνικό μου’ γινε βίωμα .

Μιλάμε για ένα θεόρατο βαρέλι , λίγο πάνω απ’ το ύψος της μέσης ενός γεροδεμένου ενήλικα , με διάμετρο μεγαλύτερη απ’ ότι η αγκαλιά σου μπορούσε να χωρέσει . Γκρι ανοιχτό το αρχικό του χρώμα , που απ’ τα χρόνια είχε γίνει άσπρο σταχτί , με κολλημένα πάνω του ρυάκια απο ξεραμένο τσιμέντο και μια βαλβίδα στη μέση του , από χρόνια φραγμένα με ηλεκτροκόλληση .

Ούτε κάν θυμάμαι πότε έκανα την ερώτηση τι σόι βαρέλι ειν’ αυτό αλλά θυμάμαι πολύ καλά την απάντηση , ” το βαρέλι είναι απ’ τους Γερμανούς ” . Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα οτι είναι κάποιου είδους απομεινάρι απ’ το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο που λέει και το Ξανθό Γένος , αλλά μέχρι εκεί .

Τα χρόνια πέρασαν , μεγαλώσαμε , τέλειωσα και το Πανεπιστήμιο , ξεκίνησα να δουλεύω και πού και πού στη δουλειά ερχόταν και ο μακαρίτης ο μπάρμπα – Βασίλης , ο παππούς , να πει καμιά κουβέντα , να ξεκουράσει κι εμένα , να ξεφύγει κι αυτός απ’το κλείσιμο στο σπίτι . Πάντα ο παππούς έλεγε ιστορίες απ’ την Κατοχή . Θες επειδή τότε ήταν μικρό παιδί και τον είχε σημαδέψει , θες επειδή δεν ήθελε να μιλά για όσα κατάφερε απο ‘κει και πέρα , δε με ενδιαφέρει να το εξηγήσω . Τον θυμάμαι πάντως σα να τον έχω μπροστά μου να μου κάνει τον ήχο απ’ τα εφορμόντα Στούκας , να μετράει στα Ιταλικά ως το δέκα ( ούνο, ντούε , τρε , κουάτρο ) με μια προφορά ούτε Ιταλική ούτε Ελληνική αλλά μάλλον παιδική και να χαίρεται που μπορούσε και τα θυμάται , να μου λέει για τους Άγγλους και τους μουσάτους αντάρτες με τα οπλοπολυβόλα . Τελικά μια φορά , τέτοιες μέρες πρέπει να’ταν , τον ρώτησα και για το βαρέλι που , σαν το Θεό του σπιτιού , στοίχειωνε τα παιδικά μου χρόνια .

” Παππού , πού το είχες βρει το Γερμανικό το βαρέλι “; Δε θέλω να σας κουράσω με ντοπιολαλιές και άλλες λεπτομέρειες , οπότε ακούστε έν συντομία . Τις μέρες που ο πόλεμος φαινόταν ότι τελειώνει και το φασιστικό σκότος έπνεε τα λοίσθια , οι διαβασμένοι θυμάστε ότι γίνονταν διαπραγματεύσεις πώς θα αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής απ’ τη χώρα . Επειδή για κάποιο λόγο που δε γνωρίζω οι κατακτητές είχαν τη βεβαιότητα ότι θα αποχωρούσαν συντεταγμένα , μέχρι να λάβουν την εντολή είχαν κάνει την εκκαθάριση τι θα πάρουν μαζί τους και τι θα αφήσουν πίσω. Επειδή όμως οι μέρες της αναμονής προφανώς δεν περνούσαν με τίποτα , σκέφτηκαν το εξής ” παιχνίδι ” . Τα πράγματα που δε θα έπαιρναν μαζί τους τα στοίβαζαν σωρό και οι ντόπιοι ορμούσαν και ό,τι αρπάξει ο καθένας . Έτσι έγινε κι ένα παγωμένο φθινοπωρινό πρωί στο φυλάκιο που διατηρούσαν στη Βουνοπλαγιά .

Ανακοίνωσαν απ’την προηγούμενη μέρα ότι θα διωργάνωναν Hunger Games στην πλατεία του χωριού . Όσοι είναι απο Γιάννενα καταλαβαίνουν για ποιό σημείο μιλάω .
Ξεκινάει να πάει και ο παππούς , ήταν δεν ήταν δέκα χρονών τότε . Μου λέει , ” βλέπω ένα σωρό , πώς πάτε τώρα στις φωτιές , έτσι . Κονσέρβες , φοριαμοί , κρεβάτια , κουβέρτες , ό,τι μπορείς να φανταστείς” . Γύρω γύρω βρίσκονταν Γερμανοί φαντάροι με τα όπλα στα χέρια , να απωθούν το πλήθος που είχε μαζευτεί και βιαζόταν να ορμήξει για πλιάτσικο . Και λίγα μέτρα παραπέρα ο Αξιωματικός που περίμενε να γίνει μπούγιο για να δώσει το σύνθημα .

Άξαφνα , δίνεται το σήμα , οι φαντάροι μαζεύουν τα όπλα και αφήνουν το εξαθλιωμένο πλήθος να περάσει . Το τι γινόταν μπορείτε να το φανταστείτε ! Και κάπου εκεί ρωτάω τον παππού , ” Καλά , απ’όλα τα πράγματα αυτό βρήκες να πάρεις “;
” Δε μπορούσα τίποτε άλλο ” μου λέει . ” Οι μεγάλοι πάλευαν για τα τρόφιμα και τις κουβέρτες , ξύλο να δουν τα μάτια σου ! Εγώ στεκόμουν στην άκρη , δε μπορούσα να μπω μέσα στο χαμό , είδα ένα άδειο βαρέλι απο πετρέλαιο , πήγα ως εκεί , το’ριξα κάτω και άρχισα να το τσουλάω ” . Παρένθεση : Επειδή πλέον είχαν περάσει τα χρόνια και το είχα ταυτοποιήσει , αν έχετε δει ντοκιμαντέρ για τον Β´ ΠΠ , πρόκειται για το κλασσικό μεταλλικό βαρέλι καυσίμων που είχαν φορτωμένο στο πίσω μέρος τα Πάντσερ ή που τα κουβαλούσαν με τα φορτηγά στο Ρόμελ και το Ανατολικό μέτωπο .

” Και το πήγες ρε παππού έτσι ως το σπίτι “; Προφανώς και όχι . Αν ήταν τόσο απλά για ποιά ιστορία θα μιλάγαμε ; Εκεί που ο λιλιπούτειος Σίσσυφος πάλευε πίσω απ’το αμφιβόλου αξίας απόκτημά του να το φτάσει ως το σπίτι , εμφανίζεται απ’το πουθενά μια γυναίκα απ’το χωριό , η οποία δεν κατάφερε να αρπάξει κάτι με αξία και , θολωμένη καθώς πρέπει να ήταν απ’την απογοήτευση ( και τις σφαλιάρες που μάζεψε μέσα στο χαμό ) , βλέπει το παιδί και χυμάει πάνω του ! Γροθιές , κλωτσιές , μαλλιοτραβήγματα , άστα να πάνε !

” Κι εσύ τι έκανες τότε “; Ακόμα θυμάμαι την απάντηση και  βουρκώνω .
” Τι να κάνω παιδάκι μου ; Έσπρωχνα κι έκλαιγα “…

Δεν έχω πολλά ακόμα να σας πω . Η ιστορία που σας είπα δεν είναι ιστορία ηρωισμού ή μεγάλων κατορθωμάτων . Δυο πράγματα μόνο . Ο Βασιλάκης όπως καταλάβατε κατάφερε κι έφτασε στο σπίτι . Πώς ; Εκεί που η γυναίκα τον πήγαινε μισό χιλιόμετρο δέρνοντας , κάποιος φαντάρος είπε ” αρκετά “, έτρεξε ως εκεί και της έχωσε μια με τον υποκόπανο στα μούτρα αφήνοντας την αναίσθητη .

Μετά που ο μικρός μεγάλωσε , αυτό το μικρό γρανάζι απο τη Μαύρη Μηχανή του Θανάτου που περιμάζεψε δεν έμεινε ενθύμιο μιας σκοτεινής εποχής . Γέμιζε νερό να ποτίζονται τα χωράφια , γέμιζε σιτάρι και τριφύλλι να τρώνε τα ζωντανά και όταν πέρασαν τα χρόνια το χρησιμοποιούσαν σα στήριγμα στις σκαλωσιές για τα σπίτια των παιδιών του . Να’μαστε όλοι καλά να συνεχίζουμε να σπρώχνουμε και ας κλαίμε και τουλάχιστον αυτό το άδικο μαρτύριο να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους απ’το ξημέρωμα κιόλας της Νέας Χρονιάς . Χρόνια Πολλά σε όλους .

ΥΓ). Επειδή στην καρδιά μας δε βάζουμε σύνορα σαν κάποιους κάποιους , αυτές τις μέρες οι ευχές μας επιβάλλεται να αγκαλιάζουν όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του Κόσμου . Από το παγωμένο Όρεγκον ως τη ζεστή αγκαλιά του Ινδού ποταμού , από τα Υπερβόρεια σπήλαια ως την αφιλόξενη Ερυθραία , Καλή Χρονιά !