Πίνοντας Καφέ με τον Τζιμάκο πριν το Συλλαλητήριο

​Ισχυρό σοκ για εμένα η απώλεια του Τζίμη Πανούση, μιας και τον είχα κάτι σαν παιδικό ήρωα. Ήταν μία προσωπικότητα που θαύμαζα από πολύ μικρός, κυρίως λόγω της οξυδέρκειας, της ευφυΐας, της ετοιμολογίας, της ικανότητας που διέθετε να πραγματεύεται πολλά και διαφορετικά ζητήματα έχοντας άριστη γνώση και φυσικά, λόγω της μεγάλης του φωνής.

​Πίστευα ότι εγώ θα μεγαλώνω και ο Τζίμης θα είναι ακόμα στη σκηνή, θα κάνει καυστική σάτιρα ανάμεσα στα αγαπημένα μου τραγούδια και ότι κάποια στιγμή θα πήγαινα και το παιδί μου να τον δει. Δυστυχώς όμως, όταν εμείς σχεδιάζουμε ο θεός γελάει… Αυτή δεν θα είναι μια τοποθέτησή μου για τον Τζιμάκο. Άλλωστε, έχουν γραφτεί και θα γραφτούν ακόμη περισσότερα για εκείνον. Και το αξίζει.

​Ο καθένας μας θα ήθελε στον κύκλο των φίλων του τέτοιες προικισμένες προσωπικότητες, για όλους τους λόγους που προανέφερα, ωστόσο, λίγοι στέκονται οι τυχεροί. Πολύ θα ήθελα αυτές τις ημέρες, που μας πηγαίνουν περίπου 26 χρόνια πίσω, στα συλλαλητήρια του 1992, να έπινα έναν καφέ μαζί του και να συζητούσαμε τις απόψεις μας επί του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων.

​Και νομίζω ότι σε ένα ζήτημα που θα συμφωνούσαμε πλήρως, είναι ότι για άλλη μια φορά, η (μπερδεμένη) ελληνική κοινωνία θυμίζει εκείνο το τραγούδι του Βαρδή «που μπερδεύει την πατρίδα, με την επιδερμίδα… επιδερμικά, ωραία πράγματα», όπως σατίριζε ο Τζίμης.

​Ξέρετε, μπορεί να λατρεύω τις συζητήσεις επί των πολιτικών θεμάτων στα καφενεία με τους φίλους μου και ιδίως εκείνες που συνοδεύονται από ένα ωραίο τσίπουρο, όμως, είναι άλλο πράγμα η πολιτική συζήτηση στο καφενείο και εντελώς άλλο, η «καφενειακή» πολιτική άποψη.

​Και εξηγούμαι: Βρισκόμαστε στην έναρξη μίας νέας διαδικασίας διαπραγματεύσεων, με σκοπό να οδηγηθούμε υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις (δηλαδή εκείνες που ευνοούν τα εθνικά συμφέροντα) στη λύση του ζητήματος. Στη διαδικασία αυτή, κερδίζει αυτός που έχει αναγνώσει καλύτερα το περιβάλλον, είναι ισχυρότερος, διαθέτει συμμάχους, είναι έξυπνος και έχει προετοιμασμένο σχέδιο. Επομένως, σωστά είπε και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, είναι η ώρα της διπλωματίας.

​Η προσοχή όμως και πάλι στράφηκε αλλού. Αντί η κοινωνία να ελέγχει τις κινήσεις σε επίπεδο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, εισέρχεται σε μία περίοδο γραφικότητας. Ζητώ συγνώμη σε εκείνους που πιθανόν σοκάρω. Δεν κατηγορώ κανέναν για τις πολιτικές του επιλογές (με μία και γνωστή εξαίρεση)· καταθέτω απλώς την άποψή μου όσο πιο εμπεριστατωμένα μπορώ.

​ Συλλαλητήρια είχαμε και το 1992. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ως προς το ζήτημα, κανένα. Φυσικά, στήθηκαν πολιτικές καριέρες προσωπικοτήτων, οι οποίες δεν νομίζω ότι διαθέτουν πλέον υποστηρικτές, ακούστηκαν γραφικότητες όπως αυτή που ήθελε μια προερχόμενη από τη διάσπαση της πρ. Γιουγκοσλαβίας χώρα, να αποτελεί κίνδυνο για την εθνική μας κυριαρχία, πουλήθηκαν σημαίες, καλλιεργήθηκε φανατισμός.

​Το 2018, μετά από 8 έτη μνημονιακής πολιτικής και με τον κόσμο από «χαμένο» έως πολιτικά «πολωμένο», παρατηρείται κάτι ακόμα πιο άσχημο: μέσα στην ελληνική κοινωνία καλλιεργείται μια στείρα αντιπαράθεση που δεν οδηγεί πουθενά. Απόψεις όπως αυτή που καταθέτω εδώ, ότι τα συλλαλητήρια στην παρούσα χρονική περίοδο είναι εντελώς αχρείαστα, οδηγούν σε αφορισμούς, τη στιγμή που ο πατριωτισμός καπηλεύεται. Ταυτόχρονα, μετριοπαθείς άνθρωποι, χαρακτηρίζονται ως προδότες.

​Θέλω όμως να μοιραστώ μια απορία μου. Αν αύριο πάω στο συλλαλητήριο και ρωτήσω «τι δεν πήγε καλά με την Ενδιάμεση Συμφωνία;» ή «τι έφταιξε στο Βουκουρέστι;», θα βρεθούν πολλοί να μου απαντήσουν;

​Ο πατριωτισμός ευτυχώς, δεν μετριέται με συμμετοχές σε συλλαλητήρια. Δεν μετριέται επίσης ούτε με τατουάζ της ελληνικής σημαίας ή του άστρου της Βεργίνας. Η αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις, μετριέται με πράξεις. Για παράδειγμα, ένδειξη πατριωτισμού είναι το να μην κλέβεις τη χώρα σου ή αν είσαι άριστος γνώστης της ιστορίας σου. Επίσης, πατριωτισμός και μάλιστα ύψιστης μορφής, είναι να υποτάσσεις τις προσωπικές σου φιλοδοξίες ή τα μικροπολιτικά σου συμφέροντα, για το καλό της πατρίδας. Όλα τα υπόλοιπα είναι εύκολες «συνταγές» για δημιουργία επιφανειακών εντυπώσεων.

​Η διαπραγμάτευση για το συγκεκριμένο ζήτημα θα είναι μακρά καθώς φαίνεται, τη στιγμή που οι τελευταίες εξελίξεις δεν μας βεβαιώνουν ότι θα οδηγηθούμε σε ιστορική λύση. Και το 2008 είχαμε ευκαιρία να κλείσουμε το θέμα, όμως αυτό δεν έγινε. Η ελληνική κοινωνία οφείλει να αφήσει τα «δικαστήρια» και η ελληνική πολιτεία να ασκήσει υπεύθυνη και ορθολογική εξωτερική πολιτική.

​Οφείλουμε δε να γνωρίζουμε, ότι πέραν του ζητήματος της ονομασίας της χώρας, κύρια στόχευση πρέπει να είναι το να τεθεί ένα τέλος στο ζήτημα του αλυτρωτισμού ο οποίος καλλιεργείται στη γείτονα χώρα εδώ και δεκαετίες.​​

Άρης Δούμπος

(www.twitter.com/aris_dou)