Τι δεν καταλαβαίνω;

Θεωρώ ότι όσοι διαβάζετε τη στήλη μου, έχετε κατανοήσει την ευαισθησία που έχω πάνω στο «ζήτημα της εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου». Η έκφραση που βρίσκεται εντός των εισαγωγικών, είναι και η ορθή διατύπωση του συγκεκριμένου ζητήματος, καθώς το Κυπριακό δεν είναι ένα «πρόβλημα», έτσι γενικά και αδιάφορα. Σε περίπτωση που κάποιος/α θέλει και επιχειρηματολογία, μπορεί να ανατρέξει στο άρθρο μου «Παρέλαβα Κράτος, δε θα παραδώσω κοινότητα» του προηγούμενου Οκτωβρίου ή σε τοποθετήσεις Ελλήνων Καθηγητών του Διεθνούς Δικαίου (και όχι μόνο), επί αυτού.

Είναι ένας χρόνος όμως τώρα, που πραγματικά αδυνατώ να κατανοήσω τη συμπεριφορά της Κυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Δε θέλω να κάνω κάποιου είδους αναδρομή στο τι έχει γίνει όλο αυτό τον καιρό, παρά να μείνω στα τελευταία δεδομένα.

Κατά τον τελευταίο χρόνο λοιπόν, έχουμε μία Τουρκία η οποία βιώνει ένα πραγματικό δράμα. Τα απόνερα του πραξικοπήματος δεν έχουν ακόμα κοπάσει, αλλά αυτό δεν είναι και το πιο μεγάλο πρόβλημα. Η πορεία της για την Ευρώπη έχει από καιρό ανασταλεί και το αν και το πότε θα ξαναρχίσει, το βλέπουμε…

Σε ό,τι αφορά την εμπλοκή της στη Συρία, τα έχουμε ήδη επισημάνει στις προηγούμενές μας τοποθετήσεις. Το ίδιο και με τους Κούρδους και το ζήτημα δημιουργίας του Κουρδιστάν. Το ίδιο και με την καταρρέουσα οικονομία της και τις συνεχής (και σε σοβαρά ζητήματα όπως αυτό με τις ΗΠΑ, εξευτελιστικές) διπλωματικές ήττες σε διεθνές επίπεδο. Είναι γενικά μία χώρα που ζει υπό την ασφυκτική πίεση των προβλημάτων που η ίδια έχει προκαλέσει και οπωσδήποτε, μια χώρα που ασθενεί.   Όσο όμως και αν ασθενεί, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι διατηρεί μία συγκεκριμένη και αρκετά υψηλή θέση στο διεθνές σύστημα, η οποία συνδέεται με το ποσοστό ισχύος που διαχειρίζεται και δεν είναι αμελητέο.

Σε αυτή την πραγματικότητα λοιπόν, η εντύπωση που δημιουργείται σε εμένα προσωπικά ως παρατηρητή, είναι ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά, ενεργώντας μάλιστα μακριά από την ελλαδίτικη, πηγαίνει να δώσει «φιλί ζωής» στον Τούρκο ασθενή, εισερχόμενη χωρίς άμεσο ή προφανή λόγο σε διαπραγμάτευση μαζί του για το ζήτημα της κυπριακής εισβολής.

Και μάλιστα σε μια διαπραγμάτευση στην οποία: α) ο απέναντί σου είναι ισχυρότερος, β) ο απεσταλμένος του ΟΗΕ φαίνεται να απέχει από τις ελληνικές θέσεις, προτείνοντας ζητήματα σαφώς απέναντι σε αυτές και γ) χωρίς (όπως φαίνεται) συντονισμό με το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών.

Εμένα όμως αυτό με ανησυχεί (για να μη χρησιμοποιήσω άλλο ρήμα) περισσότερο, είναι το γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει επιδείξει μεγάλες ήττες σε ανάλογες περιπτώσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων του Νίκου Αναστασιάδη, που έφεραν το «κούρεμα» τον καταθέσεων στη Μεγαλόνησο, αλλά και σε εκείνες του 2004, που έδωσαν λάμψη στο άστρο του ανερχόμενου σουλτάνου Ερντογάν. Με λίγα λόγια, αν ήμουν λίγες ημέρες πριν σε ένα τραπέζι με τον πρόεδρο Αναστασιάδη θα του έλεγα: «Ρε κουμπάρε, που πας; Τι σε βιάζει;».

Ωστόσο, εκείνος ανέβηκε στο Κραν Μοντάνα της Ελβετίας για να μπει σε διαπραγματεύσεις και για να σας πω την αλήθεια μου, μακριά από κομματικές ταυτότητες ή κολλήματα, αν δεν ανέβαινε και ο Κοτζιάς, θα είχα πολύ μεγαλύτερη ανησυχία και νομίζω ότι από τα μέχρι τώρα δεδομένα, δικαιώνομαι.

Δείτε για παράδειγμα τον Τούρκο υπουργό εξωτερικών Τσαβούσογλου. Πριν ακόμα μεταβεί στις διαπραγματεύσεις, πραγματοποίησε δήλωση με την οποία καλούσε την ελληνική και την ελληνοκυπριακή πλευρά να ξυπνήσουν από το όνειρο που θέλει την Κύπρο χωρίς τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Δηλαδή, να υποχωρήσουμε από την πάγια διαπραγματευτική μας θέση ότι η επίλυση του ζητήματος προϋποθέτει απόχώρηση των στρατευμάτων κατοχής!!! Αυτό έγινε διότι ο μαξιμαλιστής Ερντογάν, τον έστειλε στην Ελβετία με αποστολή: «Τα θέλω όλα!».

Ωστόσο, μόλις εξέδωσε τη γραπτή του απάντηση ο Έλληνας υπουργός προς όλες τις κατευθύνσεις και ειδικά προς εκείνη του μεσολαβητή του ΟΗΕ κ. Άιντε (ή Έιντε), τον οποίο καλούσε να είναι αντικειμενικός απέναντι σε όλες τις πλευρές, υπήρξε «μάζεμα». Γενικό θα τολμούσα να πω. Και ο Τσαβούσογλου αγχώθηκε. Και εκεί που είχε τον αέρα του φαβορί, άρχισε να μη θέλει να συναντηθεί με τον Έλληνα ομόλογό του και να διακατέχεται από ξεκάθαρο άγχος μπροστά στις κάμερες.

Λογικά, αν μπορούσα να διαβάσω το συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του που δείχνει το τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα, θα έγραφε: «τι με περιμένει πίσω στην πατρίδα, έτσι και γίνει καμιά βλακεία…;».

Βλέποντας σήμερα τις εξελίξεις, εκτιμώ ότι ο κίνδυνος να διολισθήσουμε σε καμιά άστοχη κίνηση έχει προς το παρόν, εξαλειφτεί. Ακόμα και ο Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Γκουντιέρες φαίνεται ότι κατάλαβε πόσο άστοχη ήταν αυτή η πρόσκληση για διαπραγμάτευση, αφού στα βασικά ζητήματα οι δύο πλευρές έχουν τελείως διαφορετικές θέσεις. Τώρα το κατάλαβε! Απλώς, προσπαθεί να αποφύγει το φιάσκο και να βγει μια τελική ανακοίνωση που να καλύπτει την αστοχία του εγχειρήματος.

Ωστόσο, πρέπει η ελληνοκυπριακή πλευρά να καταλάβει ότι στο κυπριακό ζήτημα πρέπει να υπάρχει μια ενιαία, άρρηκτη στρατηγική με το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, ώστε να αποφεύγονται ‘άσκοπα ρίσκα που μπορούν να οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις.

Και ένα τελευταίο, προσωπικό. Θα περίμενα η συγκεκριμένη είδηση να έχει μια δεσπόζουσα θέση στα ελληνικά ΜΜΕ.

 

Άρης Δούμπος

(www.twitter.com/aris_dou)