“Παρέλαβα Κράτος, δεν θα παραδώσω Κοινότητα”

Η παραπάνω φράση, ανήκει στον αείμνηστο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τάσσο Παπαδόπουλο και δε θα μπορούσα να επιλέξω κάποια άλλα για τον τίτλο αυτής μου της τοποθέτησης. Την διατύπωσε το 2004, λίγο πριν από το κυπριακό δημοψήφισμα που οδήγησε στην απόρριψη του «σχεδίου Ανάν», απευθυνόμενος στον κυπριακό λαό με δάκρυα στα μάτια.

Καθώς βρισκόμαστε και πάλι σε μία περίοδο κινητοποίησης σχετικά με το κυπριακό, θεώρησα αναγκαίο να αναφερθώ στο συγκεκριμένο ζήτημα. Δεν κρύβω όμως, ότι σε ζητήματα όπως το συγκεκριμένο, πάντοτε με διακατέχει ένας φόβος του αν οι περισσότεροι από εμάς είναι γνώστες των κομβικών εκείνων στοιχείων που τα χαρακτηρίζουν. Ο φόβος μου αυτός, μου γεννήθηκε  λίγα χρόνια πριν, όταν διαπίστωσα ότι σε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε πάνω στο θέμα του Κοσόβου, πάνω από το 60% των συμμετεχόντων διατύπωσε την άποψη ότι η Ελλάδα θα έπρεπε προβεί στην αναγνώριση της συγκεκριμένης οντότητας.

Ομολογώ ότι συγκλονίστηκα. Δεν ξέρω πραγματικά από ποια οπτική είδε ο κάθε συμμετέχων το ζήτημα, σίγουρα όμως στο μυαλό του δεν είχε την μαρτυρική Μεγαλόνησο, ενώ προφανώς αδυνατούσε να καταλάβει πως ζητήματα τέτοιων αναγνωρίσεων, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου για την Ελλάδα και την Κύπρο.

Το Κυπριακό ζήτημα αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση εισβολής και κατοχής από ξένες δυνάμεις, εδάφους Κράτους – Μέλους του ΟΗΕ, σε ευθεία παραβίαση του Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και πληθώρας αποφάσεων του Οργανισμού. Τονίζεται ότι η γειτονική χώρα αρνείται να αποσύρει τις παράνομες στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής από την Κύπρο (που η δύναμή τους ξεπερνά τους 40.000 στρατιώτες). Το Κυπριακό ζήτημα επίσης, είναι και μία χαρακτηριστική περίπτωση κατάφωρης παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία, απέναντι στους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες, τους αγνοούμενους και τους συγγενείς τους, ενώ έχει προβεί και σε παράνομο εποικισμό με συστηματικό τρόπο, καθώς επίσης σε και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.

 

Ως προς τα πιο σύγχρονα ζητήματα, η Τουρκία εμμένει στην άρνησή της να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία σε ευθεία παραβίαση των υποχρεώσεών της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αμφισβητεί επιπλέον, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) για την οποία έχει διατυπώσει και απειλές, ενώ επιχειρεί συνεχώς να αποτρέψει την άσκηση των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων επί αυτής.

 

Για την Ελλάδα τα δεδομένα των απαιτήσεών της, έχουν ως εξής: τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η εξεύρεση μιας συνολικής, βιώσιμης και κοινά συμφωνημένης λύσης επί του προβλήματος, στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ και της ιδιότητας της Κύπρου ως Μέλους της ΕΕ. Όλες αυτές οι διαπραγματεύσεις ωστόσο, δεν μπορούν να συνδέονται με την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία άλλωστε αναγνωρίζονται από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, με μόνη εξαίρεση την Τουρκία.
Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι η Διεθνής Κοινότητα, είναι κατηγορηματικά αντίθετη (έως και αλλεργική) στο ζήτημα της απόσχισης κρατών. Μία ανάγνωση στην Απόφαση 1244 που αφορά στο Κόσοβο θα μας πείσει. Για το λόγο αυτό, η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή και η παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, έχει οδηγήσει στη διεθνής «απομόνωση» της τουρκοκυπριακής πλευράς.

 

Ας μεταβούμε λοιπόν στο σήμερα, και συγκεκριμένα στη «μετά πραξικοπήματος» πραγματικότητα. Προσωπικά, όταν ασχολούμαι με το κυπριακό ζήτημα στη σημερινή του διάσταση, έχω κατά στο μυαλό μου δύο πράγματα. Πρώτον, αυτό που επανειλημμένα έχω αναφέρει περί τέλματος της πολιτικής σκέψης του Ερντογάν, που τον οδηγεί σε λάθη και δεύτερον, τη φράση του Νταβούτογλου ότι ακόμα και να δεν υπήρχε το κυπριακό ζήτημα, έπρεπε να το δημιουργήσουμε (καταλαβαίνουμε δηλαδή τη διάθεση για πραγματική λύση υπάρχει).

Επομένως, όταν ακούω τις δηλώσεις του Ερντογάν περί αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης και επιθυμίας για άμεση επίλυση του ζητήματος προκειμένου να απελευθερωθεί η τουρκική εξωτερική πολιτική, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι περισσότερο από την εσωτερική κατανάλωση του «να ‘χαμε να λέγαμε» και ίσως, μία πιθανή προσπάθεια αποδόμησης της προσωπικότητας του Κεμάλ, προκειμένου να αναρριχηθεί ο νέος «Σουλτάτος» στις συνειδήσεις του λαού του, τώρα μάλιστα που νιώθει την πίεση του «κουρδικού» ζητήματος, να γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.

Και πάλι όμως σε όλη αυτή τη διαδικασία, με απογοητεύει η στάση των ΗΠΑ. Ένας ολόκληρος Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, σε ρόλο αγγελιαφόρου του Ερντογάν, πηγαίνει στον Κύπριο Πρόεδρο και του μεταφέρει την τουρκική πρόταση. Και τι του λέει; Θα κάνουμε τη Συμφωνία, θα εφαρμοστεί και ύστερα, σε δεύτερο χρόνο, με ανοιχτή ημερομηνία, θα αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής! Επομένως, είτε ο άνθρωπος δε γνωρίζει το θέμα – που το αποκλείω – είτε οι ΗΠΑ συνεχίζουν την τακτική κατευνασμού έναντι του «προβληματικού» συμμάχου, πράγμα εξίσου απογοητευτικό για την υπεδύναμη.

Το ζήτημα της Κύπρου, είναι ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα, από όποια οπτική και αν ελεγχθεί. Η Μεγαλόνησος αποτελεί το ακροτελεύτιο κομμάτι όχι μόνο του ελληνισμού, αλλά και του δυτικού κόσμου. Η γεωστρατηγική της σημασία είναι τεράστια (γι’ αυτό και τα πάθη της), ενώ αποτελεί παράλληλα και μία πιστή σύμμαχο, σε έναν άξονα στον οποίο η Ελλάδα έχει επενδύσει πολλά και όχι μόνο στο επίπεδο των υδρογανανθράκων, όπως πολλοί στενόμυαλα νομίζουν.

Για το λόγο αυτό, η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει με όλες τις δυνάμεις της, να μείνει προσηλωμένη στις ελληνικές λύσεις, επιδιώκοντας όχι μόνο μια βιώσιμη, αλλά κυρίως συμφέρουσα λύση, σε ένα ζήτημα που για πάνω από 40 χρόνια ταλανίζει τον Ελληνισμό.

Άρης Δούμπος

(www.twitter.com/aris_dou)