Ταξίδια στο άπειρο χωρίς πυξίδα

Από το 2010 – τότε όλοι υποστήκαμε το πρώτο ισχυρό ταρακούνημα και αρχίσαμε να αναθεωρούμε πολλές από τις απόψεις μας (τότε που ακούστηκαν και κάτι θεωρίες του στυλ «δεν είναι οικονομική η κρίση· είναι κρίση αξιών») – βρέθηκα πολλές φορές σε συζητήσεις, όπου το κυρίαρχο ερώτημα ήταν: «Tι φταίει τελικά σε αυτή τη χώρα»;

Η προσωπική μου απάντηση ήταν πάντοτε μία: η νοοτροπία μας. Θα μου πει κάποιος: «Μεγάλε, σοβαρή απάντηση μας έδωσες. Καμία γενικότερη δε βρήκες;» και ομολογουμένως, αν έμενα σε μία τέτοια, μονολεκτική και αρκετά γενικευμένη απάντηση, ο συνομιλητής μου θα είχε δίκιο. Γι’ αυτό θα γίνω πιο συγκεκριμένος.

Το πρόβλημα της νοοτροπίας στην ελληνική πραγματικότητα είναι ομολογουμένως οξύ και ευρύτατο. Ατομικά αν ελέγξουμε τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούμε να επιβιώσουμε μέσα στο κοινωνικό μας σύνολο, αμέσως θα διαπιστώσουμε ότι όλοι μας λειτουργούμε λόγω των καταστάσεων, σε μια συνθήκη προσπάθειας επιβίωσης εις βάρος του άλλου, συχνά χωρίς αρχές και βεβαίως χωρίς καμία αναφορά στην αξιοκρατία.

Επειδή όμως η στήλη αφορά ζητήματα διεθνούς πολιτικής και σε καμία περίπτωση δεν επιθυμώ να ηθικολογήσω, προτιμώ να σταθώ στα ζητήματα νοοτροπίας της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί ποτέ για το ποιοι είναι οι στόχοι της χώρας μας ή ποιες οι πάγιες θέσεις της στα διεθνή ζητήματα; Και αν αναρωτηθήκατε, βρήκατε τελικά την απάντηση; Με ελάχιστες εξαιρέσεις, είμαι σίγουρος ότι δεν τη βρήκατε. Ο λόγος είναι διότι η Ελλάδα στην πραγματικότητα δε δείχνει να έχει «πλάνο». Και όταν λέμε «πλάνο», εννοούμε εθνική στρατηγική.

Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο εθνική στρατηγική, εννοούμε την τέχνη (και την επιστήμη) με τον οποία η πολιτική ηγεσία αναπτύσσει και χρησιμοποιεί τους πυλώνες ισχύος της σε καιρό ειρήνης, κρίσης ή πολέμου, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση των εθνικών στόχων. Δηλαδή, των στόχων εκείνων που εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον και οφείλουν και αποτελούν τον άξονα πάνω στον οποίο χαράσσεται η εθνική πολιτική. Με λίγα λόγια, η εθνική στρατηγική αποτελεί τον «πλου» που η πολιτική ηγεσία έχει αποφασίσει να ακολουθήσει το κράτος, μέσα στο «αρχιπέλαγος» που ονομάζεται διεθνές σύστημα των κρατών.

Δε νομίζω ότι χρειάζεται να αναλύσω ευρύτερα την έννοια. Άλλωστε εκτιμώ ότι δεν έχει και κάποιο νόημα. Αυτό που έχει σημασία, είναι η διαπίστωση ότι στην ελληνική πραγματικότητα, η «πορεία» αυτή, είναι ελαττωματική από όποια άποψη και αν εξεταστεί. Καταρχάς, δεν είναι μακρόπνοη αλλά πρόσκαιρη, διότι δεν δίνει όραμα σε κανένα τομέα της ζωής (εκπαίδευση, εργασία, εξωτερική πολιτική κλπ.), παρά μόνο κοντινούς στόχους οι οποίοι μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχουν περιοριστεί στον εξής ένα: την έξοδο από τα μνημόνια.

Επίσης, οι στόχοι δεν είναι ενιαίοι αλλά μεταβαλλόμενοι, ανάλογα με την παράταξη που βρίσκεται στην εξουσία και τα όποια ζητήματα έχουν ανακύψει.  Επιπλέον, σε σοβαρά ζητήματα διεθνούς πολιτικής, δε δείχνει να είναι προσαρμοσμένη στη διεθνή πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σχέση μας με την Τουρκία, στην οποία η χώρα μας εδώ και δεκαετίας ακολουθεί λογική (με πολλά ερωτηματικά ο όρος) κατευνασμού· μία στρατηγική επιλογή η οποία με σταθερά βήματα σε οδηγεί στον γκρεμό.

Τι φταίει για όλο αυτό το σκηνικό; Μα φυσικά, η νοοτροπία των Ελλήνων πολιτικών. Το κομβικότερο συστατικό στη διαδικασία χάραξης μίας εθνικής στρατηγικής ονομάζεται συναίνεση. Απαιτείται δηλαδή, οι πολιτικές ελίτ του τόπου να καθίσουν μαζί, να ενημερωθούν για την κατάσταση σε ό,τι αφορά τη διαθέσιμη εθνική ισχύ (οικονομικοί πυλώνες, ένοπλες δυνάμεις, εκπεμπόμενο διεθνές κύρος κλπ.), να κατανοήσουν τη θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα, να αναγνώσουν ευρύτατα το διεθνές περιβάλλον και μαζί να καθορίσουν την πορεία που θα ακολουθήσει η χώρα μέσα σε ένα βάθος, τουλάχιστον 15 ετών και τους εθνικούς στόχους που θα πρέπει να επιτευχθούν.

Πάνω σε αυτό τον πλου θα είναι φυσικά υποχρεωμένες θα κινηθούν και οι πολιτικές επιλογές όλων των επόμενων κυβερνήσεων. Το άμεσο αποτέλεσμα όμως είναι ότι η στρατηγική και το όραμά της διοχετεύονται άμεσα στον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος γνωρίζει πλέον τι πρέπει να φέρει εις πέρας και ποιος ο τελικός σκοπός κάθε φορέα. Αυτή δεν είναι μια διαδικασία αλλαγής νοοτροπίας στο εσωτερικό του κράτους;

Τώρα όμως, κάποιος θα πει: «Ωραία τα λες, αλλά γιατί δεν ακολουθούν μία τέτοια γραμμή; Τι τους εμποδίζει;». Αυτό που τους εμποδίζει είναι αυτό στο οποίο αναφέρομαι από την αρχή της τοποθέτησής μου: η δική τους νοοτροπία ως πολιτικοί. Δυστυχώς, οι πολιτικοί άνθρωποι της χώρας μας ακολουθούν «συνταγές επιτυχίας» του πρόσφατου και όχι μόνο παρελθόντος, με κύρια συστατικά τον οπορτουνισμό και το μικροπολιτικό κόστος. Φυσικά η παρατήρηση αυτή δεν αφορά το σύνολο του πολιτικού κόσμου, ωστόσο, αφορά ένα πολύ σημαντικό μέρος αυτού και κυρίως τη μερίδα εκείνων που προέρχονται από κομματικές οικογένειες ή «στρατούς».

Δυστυχώς, για τον Έλληνα πολιτικό άνδρα αποδεικνύεται αρκετά συχνά ότι «το ράσο κάνει τον παπά». Τα προνόμια που δίνει η όποια θέση εξουσίας είναι τόσο πολλά, που δεν αξίζει να μπεις σε οποιαδήποτε διαδικασία τριβής και επομένως, κινδύνου απώλειας αυτής, προκειμένου να αλλάξεις κάτι που έχεις αρχίσει ήδη να πιστεύεις ότι δεν αλλάζει. Έτσι λοιπόν συντηρείται μία κατάσταση, όπου ο καθένας κάνει ό,τι ακριβώς και οι προηγούμενοι, γιατί τελικά «ό,τι και να κάνεις τίποτα δεν αλλάζει στην Ελλάδα», αφού «το σύστημα είναι καλά εδραιωμένο» και ακόμη, έτσι κι αλλιώς «κάποιος άλλος θα βρεθεί στη θέση μου, να λαμβάνει τα ίδια προνόμια και να κάνει ό, τι ακριβώς και οι άλλοι». Έτσι δεν είναι;

Αυτές οι νοοτροπίες δεν είναι καινούριες. Χρόνια τώρα ο οπορτουνισμός και τα μικροκομματικά οφέλη, δηλαδή η αδυναμία του πολιτικού άνδρα θέσει εαυτόν κάτω από το κοινό συμφέρον, οδήγησαν τη χώρα σε δυσάρεστες καταστάσεις. Και για να μην αερολογώ, ανακαλέστε απλώς στη μνήμη σας την περίοδο του «εθνικού διχασμού» καθώς επίσης και το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Δεν αποτελεί λοιπόν, μία νέα παθογένεια.

Όλη αυτή η κατάσταση (γιατί σίγουρα αυτή είναι η επόμενη ερώτηση), αλλάζει μέσα από ένα σοβαρό και στοχευμένο σύστημα παιδείας και εκπαίδευσης, που υπακούει στην εθνική στρατηγική, παράγει σκεπτόμενους και παιδευμένους πολίτες, εισέρχεται μέσα στον κοινωνικό ιστό και τον μεταβάλει άρδην.

Δε θα κλείσω ούτε με ευχολόγια ούτε και με κατάρες. Μόνο με τους παρακάτω στίχους:

«για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολύ…»

και η δουλειά αυτή αφορά το σύνολο όχι μόνο του πολιτικού κόσμου αλλά και όλων εμάς των πολιτών.

Άρης Δούμπος

(www.twitter.com/aris_dou)