Back In the USSR (The Beatles)

Διαπίστωσα κατά τις προηγούμενες ημέρες, όταν τη χώρα μας επισκέφθηκε ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν, άλλη μια έξαρση φαινόμενων αποθέωσης της ηγετικής φυσιογνωμίας του Ρώσου πολιτικού από ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης, σε συνδυασμό πάντα με το αφήγημα περί της επιτακτικής ανάγκης στροφής της Ελλάδας προς άλλες συμμαχίες, αποτελεσματικότερες και πιο προσοδοφόρες για την ίδια. Η σημερινή μου τοποθέτηση, έρχεται σε συνέχεια του προηγούμενού μου άρθρου, σε ότι αφορά τους πολιτικούς ηγέτες με τελματωμένη πολιτική σκέψη…

Βλέπετε ο Πούτιν – ο οποίος με πρακτικές που συναντάμε σήμερα στον Ερντογάν, παραμένει ο ισχυρότερος Ρώσος πολιτικός παράγοντας – επιθυμεί μεν την επαναφορά της Ρωσίας στο επίπεδο εκείνο που θα της επιτρέπει να διαμορφώνει τη διεθνή πολιτική ατζέντα στο βαθμό που το επιτυγχάνουν οι ΗΠΑ, κατανοεί όμως ότι για να το πράξει αυτό χρειάζεται συμμάχους· ειδικά τώρα που το ΝΑΤΟ προσπαθεί να αυξήσει την επιρροή του σε Ασία, Ανατολική Ευρώπη και Βαλκάνια.

Ας έρθουμε όμως στα καθαρά δικά μας. Άσχετα με το τι υποστηρίζει ο καθένας μας και το ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί σε αυτή τη διαδικασία, η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δε θα μπορούσε ποτέ να λαμβάνει χώρα σε καφενειακό επίπεδο. Για το λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο να καταστήσουμε μερικά ζητήματα περισσότερο σαφή.

Ανεξάρτητα από την όποια πολιτική τοποθέτηση του καθενός, η ιστορική φράση του Κων/νου Καραμανλή ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, είναι μια συνθήκη που δείχνει τον σαφή προσανατολισμό της χώρας και τη συνέπεια που οφείλει να επιδεικνύει απέναντι στους συμμάχους. Άλλωστε, καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει τον πολιτικό αυτό προσανατολισμό.

Στο αναδυόμενο πολυπολικό διεθνές κρατοκεντρικό σύστημα που βιώνουμε, βεβαίως και η Ρωσία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πόλους, άσχετα αν δεν είναι πλέον το ίδιο Μεγάλη Δύναμη με το παρελθόν. Ωστόσο, αν ρίξουμε μια ματιά στο «άρμα» των συμμάχων της, μάλλον θα πρέπει να προβληματιστούμε, καθώς πέρα από κάποιες υπερκαυκάσιες οντότητες που θα έκαναν τα πάντα να απαλλαγούν από εκείνη, δε θα βρούμε κάποια άλλη σοβαρή δύναμη. Αν επιπλέον, πραγματοποιηθεί η επιδιωκόμενη αμερικανική προσέγγιση με το Ιράν, τότε η ρωσική επιρροή θα περιοριστεί και γεωγραφικά μέχρι τον Καύκασο. Επομένως, η ρωσική σφαίρα επιρροής, είναι πολύ μικρότερη όταν τη συγκρίνουμε με το ΝΑΤΟ.

Υπάρχει δε ακόμα και η άποψη ότι η ρωσική ικανότητα σε παροχή ενέργειας, μπορεί να προσφέρει πολλά στην ελληνική οικονομία. Εδώ το θέμα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο. Καταρχήν, το ρωσικό αέριο κατέχει ήδη ένα σημαντικό ποσοστό για τις ελληνικές εισαγωγές. Ωστόσο, όλοι πρέπει να έχουμε κατά νου, τον πεπερασμένο χαρακτήρα της ενέργειας. Τα αποθέματα ενέργειας δηλαδή, ενός κράτους δεν μπορούν από μόνα τους να παρέχουν την αναγκαία ισχύ ώστε αυτό να παραμένει (λόγω της οικονομίας του) ισχυρό στο διηνεκές.

Ακόμη, η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ενέργεια – την οποία έχει ενσωματώσει και η Ελλάδα στο σύνταγμά της – έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις ρωσικές πρακτικές, καθώς απαιτεί τη διαφοροποίηση παρόχων και αγωγών, ώστε να διατηρείται αυξημένος ο ανταγωνισμός. Οι ρωσικές εταιρείες ενέργειας δε λειτουργούν κατ’ αυτό τον τρόπο. Αυτό που έχει όμως την πιο μεγάλη και χειροπιαστή αξία, είναι το να δούμε τι συνέβη με χώρες οι οποίες αφενός μεν, στήριξαν τις εισαγωγές τους σε ενέργεια (κατά το μεγαλύτερο ποσοστό) στη Ρωσία, αφετέρου δε, δε συνέπλευσαν μαζί της σε κρίσιμες περιόδους για με τις ρωσική εξωτερική πολιτική (π.χ. Γεωργία). Οι χώρες αυτές είδαν (συνήθως μέσα στην καρδιά του χειμώνα) να αλλάζει μονομερώς η τιμή αγοράς ενέργειας από τη Ρωσία και να βρίσκονται απέναντι στο δίλημμα είτε να αγοράσουν πολύ ακριβότερα την αναγκαία ποσότητα ενέργειας, είτε να ζήσουν καταστάσεις κατάρρευσης της εγχώριας βιομηχανίας, κοινωνικών αναταράξεων κλπ. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, είναι δεδομένο ότι υπέστησαν ένα σκληρό χτύπημα στην οικονομία τους.

Βλέπετε, στις διεθνείς σχέσεις κανένας εταίρος δε δίνει κάτι, χωρίς να αναμένει ανταλλάγματα και χωρίς αυτή του η κίνηση να εξυπηρετεί το εθνικό του συμφέρον. Δηλαδή, θα πρέπει όλοι μας να πάψουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχουν «καλά» και «κακά» κράτη και να συνειδητοποιήσουμε ότι τα κράτη κινούνται μέσα σε αυτή την αρένα που ονομάζεται διεθνές σύστημα των κρατών, με βάση τα συμφέροντά τους. Αν δεν το κάνουν, τότε γίνονται κακά για τους πολίτες τους.

Είναι αναγκαίο λοιπόν και εμείς ως κράτος αλλά και ως πολίτες, να μπαίνουμε σε διαδικασίες ανάγνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος, ώστε να κατανοούμε ποια είναι η θέση μας. Μπορεί δηλαδή σε καθημερινό επίπεδο να διατυπώνονται ερωτήματα, όπως αυτό που έθεσε τις προάλλες ένας κύριος «και τι καταλάβαμε που τόσα χρόνια είμαστε με την Αμερική;», ωστόσο θα πρέπει θα ωριμάσουμε πολιτικά και να αντιληφθούμε το τι στην πραγματικότητα είναι η εξωτερική πολιτική. Τα συνθήματα τις ψυχροπολεμικής περιόδου, θα πρέπει να απεμπολιστούν και όλοι μας να προσεγγίσουμε τα ελληνικά συμφέροντα με τους όρους του πολιτικού ρεαλισμού, όπως τον εισήγαγε ο Θουκυδίδης. Πρέπει δηλαδή ως χώρα, να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα το θέμα της Υψηλής μας Στρατηγικής, χωρίς φυσικά να αναμένουμε τον deus ex machina που θα μας σώσει.

ΥΓ1:    Στο έργο του Θουκυδίδη, οι Μήλιοι απάντησαν στους Αθηναίους ότι αν δεχθούν από αυτούς επίθεση, έχουν για συμμάχους τους Σπαρτιάτες που θα προστρέξουν για βοήθεια. Οι Μήλιοι δέχθηκαν την αθηναϊκή επίθεση, όμως οι Σπαρτιάτες δεν ήρθαν ποτέ. Πολλούς αιώνες αργότερα, κάποιοι πίστεψαν ότι αποκλείεται η ΕΣΣΔ να επέτρεπε μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο…

ΥΓ2:    Να θυμίσω ότι πριν ένα χρόνο, Ρώσος πολιτικός ηγέτης δολοφονήθηκε έξω από το Κρεμλίνο με σβηστές κάμερες…

Άρης Δούμπος (twitter: Aris Doumpos)