Oι σειρήνες του κυρήνεια

Η πρώτη μου εμπειρία μαζί του ήταν τον καιρό που πήγαινα στα χαμένα. Τότε που ο Τζίμης σου ‘δειχνε στο ημίφως και σε παρότρυνε να το γευτείς πλήρως σε κάθε νέα ευκαιρία. στα χαμένα. πριν την έλευση των εποχών. πριν τη σελήνη. στα χαμένα…

 

… γνωστά και ως μικρή μοργκάνα. απομεινάρι της παλιάς μοργκάνας, των εξαρχείων. Τα χαμένα (ή μικρή μοργκάνα), ήταν ένα κ.δ.α.π της εποχής. Ως κοινωνός ο τζίμης, ενέπνευσε μιάμιση γενιά.. σου δειχνε και σ άφηνε να διαλέγεις βινύλια. παιζόταν μουσικές που δεν άκουγες πουθενά αλλού στην πόλη. το ίδιο ισχύει και για σήμερα, βέβαια.  νεανικό εναλλακτικό στέκι εποχής. με όποιον γνωρίστηκες εκεί μέσα, μέχρι σήμερα είστε σε επικοινωνία, συνταξιδεύετε, ανταλλάσετε σπίτια κι αυτοκίνητα, γίνατε καλή παρέα. κάποιοι δεν τα κατάφεραν μέχρις εδώ, μα αυτό είναι επιλογή του καθενός. σου μάθαινε κι έφτιαχνες τα ποτά σου, της παρέας σου, του μαγαζιού ολάκερου και πιανες εργασία. δεν ήταν δουλειά γιατί σ’ άρεσε. σου πρότεινε κάποια βιβλία να διαβάζεις όσο δεν κάνεις κάτι άλλο εκεί μέσα. Θαρρώ πως οι πορείες της γενιάς μου, όπως και κάθε γενιάς, σφυρηλατήθηκαν  σε αντίστοιχους χώρους συνεύρεσης. Μέσα απ αυτό το συγκεκριμένο πρότυπο (υπό διαρκείς μετρήσεις πειραμάτων εν εξελίξει) , τυποποιήθηκε το σύστημα κ.δ.α.π και τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια μοντεσόρι και μή.

 

            * εδώ να βάλω μια άνω τελεία, που δεν έχω μάθει ακόμα πως γίνεται ψηφιακά, για να πω πως το παρών κείμενο, είναι συγκερασμός διηγήματος που έχει ήδη γραφτεί και παρέμβασης/επιδιόρθωσης/ανάλυσης επί της παρούσης εποχής, ώστε αναζητώντας σκέψεις, επιδιώκοντας νοητική αφύπνιση, να κατορθώσουμε να κατανοήσουμε την απαρχή της στήλης, να μην κάνει λόγο για το επίκαιρο, αλλά για το άεναο, περιλαμβάνοντας ένα επίκαιρο θέμα και την αέναη ομοκεντρικότητά του, στο ίδιο κείμενο, ώστε εν τέλει να συζητάμε μια ιδέα αντί μια είδησης.

όταν θα’χετε χαθεί, θα σας φέρω στην αρχή. στο επίκαιρο. στο λόγο ανάγκης ετούτου του πονήματος.

 

νύχτα (ή μέρα) εκεί μέσα δεν πέρασε, που να μην ήταν ενδιαφέρουσα. ήταν η δίψα της εποχής. ξεδίψαγες κι άνοιγες ορίζοντες και φούσκωνες πνευμόνια. και τραβούσες δρόμους, μονοπάτια και λουζόσουν σε καταρράκτες σε φαράγγια και στα κόκκινα μαλλιά εκείνης, ύστερα, την εποχή  της σελήνης. πέρασα ένα απόγευμα και η μικρή μοργκάνα, ως άμωμη προφανώς, κορασίς, περισσότερο κάμπια σε κουκούλι θα πρόσθετα, εμεταμορφώθει εις πανσέληνον. σελήνη. αλέξης και αλέξανδρος. φοιτητές αμφότεροι. ένα ξημέρωμα εκεί μέσα, μας βρήκε να βλέπουμε ζαβινουλ/σαντανα στο λυκαβηττό .. υπάρχουν μνήμες φωτογραφικές και σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν και φωτογραφίες. έχω στη θύμησή μου την παρέα μου στο τζάκι, και τριγύρω στο μπαρ στέκουν όσους συναντώ στο ροκαρόλα σήμερα. το τιμιότερο στέκι της άνω πόλης. φυσικά και υπάρχει συνεχόμενη επικοινωνούσα ροή ανάμεσα στα δύο, όπως και να το κάνεις, τα ίδια σκατά ήμασταν και τότε, τα ίδια σκατά είμαστε και σήμερα.

σημασία έχει, για να γυρίσω στα χαμένα, ότι εκεί έβλεπες διεξόδους, άνοιγες δρόμους και τράβαγες χωρίς γνώση, με πείσμα και σε πείσμα των καιρών. το αποτέλεσμα έχει ελάχιστη σημασία στο σύνολο, ακόμα κι αν είναι το σημαντικότερο όλων για τον καθένα χωριστά. κάποιους τους καθόριζε η οργή κι η πηγή δεν τους ξεδίψαγε. μας τα κάνανε συνέχεια τούμπανο κι εκεί και στο τράβελερς. τους αγαπάμε πάραυτα. τα μπούλινγκ του παρελθόντος, δεν ήταν παρά αυτό που είναι γενικά, ένα αρχέγονο καταπατημένο ένστικτο για να μας δείξουν προσοχή. κωδωνοκρούστες με μικρότερα παιδικά κεφάλια αντι για κουδούνια. τέτοια φάση. ως συνήθως, στις ανοχύρωτες, προ(χειρο)εδρευόμενες κοινωνίες ουδείς αντιλαμβάνεται τη μεταφορά, πόσο μάλλον την ουσία, του γιατί κάποιος χτυπάει την καμπάνα. είναι δόκιμο να ενθυμούμαστε πως οι κοινωνίες επαφίενται σε ειδικούς, για όλα τα ζητήματα που αφορούν τα κοινά και μη κοινά. οι κοινωνίες καταλλήγουν να φθείρονται, έχοντας εναποθέσει αέναα τις ελπίδες τους σε ειδικούς, που θα επιτύγχαναν την αφθαρσία. πιθανών κανάς δαίμων του τυπογραφείου, το κανε, αφασία…

 

καφέδες, αναψυκτικά, ποτά, μεζέδες της αρεσκείας σου και άλλα τινά εδέσματα, έβρισκες κι αλλού, οπωσδήποτε. ο ίσκιος ήταν που χε τη δροσιά.

(πρόζα-κ)

των ανθισμένων κερασιών,

των θερινών πλατάνων

εκείνων των αυγερινών

ετούτων των αλγερινών

κι αυτός των δραγουμάνων…

 

σε κείνο τον ίσκιο, ξαποστάσαμε φεγγάρια κι ήλιους. έναν λιοφόρο ίσκιο, δροσερό και φωτεινό συνάμα. κι ας τους πήραν κάποιους τα ποτάμια που δε γυρίζουν πίσω κι ας τους πήρε κάποιους άλλους πίσω νωρίς η μάνα γη. άλλον τον συνέπαιρνε η τέχνη, άλλον η επιστήμη και άλλον το εφήμερο κέρδος. κοινώς η ευκαιρία να στεφθείς ειδικός, διαδρομή που θέλει ήλιους και γομαρίσια υπομονή (και μπούλινγκ) – ώστε να εκ-μεταλλευτείς την κοινωνία που σε εκ-μετα-χειρίστηκε, απ τη μια και η ευκαιρία να διακινήσεις το “καύσιμο” (που κάποιοι ειδικοί εφηύραν) που απαιτείται, ώστε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας να λειτουργεί, απ την άλλη. επιλογές που αμφότερες καθόρισαν και καθορίζουν παντοτινά τις κοινωνίες, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες κι ότι άλλο πρόθεμα καθορίζεται από τους ειδικούς επί των προθεμάτων.

είμεθα ερασιτέχναι.

αγαπητικοί, ποδοσφαιρογνώστες, τυχοδιώκτες, δημοκρατικοί, εργατικοί, τεμπελχανάδες, τυλιχτές σε λαχανοντολμάδες και ντοκτορά στο πιτογυριστάν, ποιούντες ήθος και κούγκαρ μύθος, παρά το στήθος. ερασιτέχναι.

ερασιτεχνικότεροι του ερασιτέχνη οι ειδικοί, που άλλωστε έχουν τα σύνεργα, τα μίνεργα του γιου του ερασιτεχνικότερου, καλύτερα ερασιτεχνικοτεροεργάζονται απ τον γιο του ερασιτεχνικοτεροεργαζόμενου.

 

ως ερασιτέχνης αγωγούσε ο τζίμης αποστάγματα ετών ή μπινελίκια της στιγμής. σμίλευε αφροδυσειακά κρεσέντο ώντας ερασιτέχνης. αργότερα έγινε ειδικός στις συγκοινωνίες. τη χρονιά της αλεπούς ή κάπου εκεί γύρω.

στα χαμένα έμαθα τον καββαδία, τον καρυοθραύστη, πήγα ένα ταξίδι στα κύθηρα της καραϊνδρου με συνεπήραν οι σειρήνες του κυρήνεια.

 

εκεί τον πρωτοσυνάντησα.

 

χαίρε θάνο…