Λορέντζος Μαβίλης – Η πύλη για την Ελληνική Γλώσσα

Της Βασιλικής Τσούνη

Ένας από τους μεγαλύτερους σονετογράφους της Ελλάδας. Λυρικός ποιητής και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων. Γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη, έχοντας όμως και ισπανική καταγωγή. Το 1880 αποφάσισε να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια και μάλιστα επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, του Αρθούρου Σοπενχάουερ και του Ιμάνουελ Κάντ. Ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων.

 

Το 1896 ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Και το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών τα κάλυπτε ο ίδιος.

Το 1909 γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και το 1910 εκλέγεται ως βουλευτής της Κέρκυρας. Το 1911 υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα ως αντιπρόσωπος και μέλος της Αναθεωρητικής Συνέλευσης της Κέρκυρας μέσα στην Ελληνική Βουλή  είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: “Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν”.

 

Ο Μαβίλης και οι άντρες του, μετά από πολύωρη μάχη κατέλαβαν το όρος Δρίσκος στις 26 Νοεμβρίου 1912 και απώθησαν τους Τούρκους προς την ανατολική πλευρά της λίμνης των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σκληρή αντεπίθεση και το ελληνικό Σώμα, το οποίο αποτελείτο από Κρήτες, Μανιάτες, Γαριβαλδινούς και μία πυροβολαρχία υπό τον συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο, αναγκάζεται να υποχωρήσει. Ο Μαβίλης μάχονταν επικεφαλής των στρατιωτών του, όταν μια σφαίρα πέρασε τα δύο του μάγουλα. Σύμφωνα με το συμπολεμιστή του Νίκο Καρβούνη, με γεμάτο το στόμα του από αίμα, θα πει, «…Περίμενα πολλές τιμές, από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου.» Την ώρα που μεταφέρονταν στο νοσοκομείο τον βρήκε μια δεύτερη σφαίρα στο λάρυγγα.

Στο πρόχειρο χειρουργείο συναντήθηκε με τον επίσης τραυματισμένο αρχηγό του, τον Αλέξανδρο Ρώμα, ο οποίος του έδωσε το χέρι και του είπε «..Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου!», ενώ ο ποιητής σε στάση προσοχής, ανταπέδωσε τη χειραψία. Το αίμα από τις πληγές, έτρεχε και πάγωνε στο λαιμό του εμποδίζοντας τον να μιλήσει και ζήτησε χαρτί για να γράψει, όμως δεν πρόλαβε κι έπεσε νεκρός. Την ώρα που ο Μαβίλης ξεψυχούσε ο Αλέξανδρος Ρώμας, συμπλήρωσε, «…Αγαθή η μοίρα σου λοχαγέ Μαβίλη», ενώ ο παπα-Φώτης του έκλεισε τα μάτια και ο Πιπίνος Γαριβάλδης τον αποχαιρέτησε σε στάση προσοχής, τη στιγμή που οι υπόλοιποι έκαναν την προσευχή τους. Ο Μαβίλης ξεψύχησε στο πεζούλι του ναού της Αγίας Παρασκευής σκεπασμένος με τον κόκκινο μανδύα που φορούσε, και ταξίδεψε να συναντήσει «..δώρα άγια τρία: Θάνατο, Αθανασία κ’ Ελευθερία».

 

Ο Λορέντζος Μαβίλης εκτός το ότι ήταν μια από τις πιο εξέχουσες μορφές των γραμμάτων, υπήρξε και ένας από τους πιο αγαπημένους ποιητές πολλών. Φλογερός, πατριώτης και οραματιστής που εγκατέλειψε την “απραξία” και πολέμησε για την απελευθέρωση του έθνους. Πέρα όμως από την ταραχώδη πλευρά της ζωής του, ήταν ένας άντρας γεμάτος αισθήματα έχοντας και εκείνος μια κρυφή σχέση με την ηθοποιό – ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή με το ψευδώνυμο “Μυρτιώτισσα”, όπου με τον θάνατο του, στράφηκε περισσότερο στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της.

 

Δεν έζησαν ποτέ μαζί μονάχα άφηναν τις λυρικές τους λέξεις, τα ποιήματα και τα σονέτα τους να τους ενώσουν για πάντα. Ας διαβάσουμε κι ας ψάξουμε λιγάκι μέσα μας…. η αγάπη δυο ανθρώπων είναι πάντα.

 

Το σονέτο “Λήθη” δημοσιεύτηκε το 1899. Ο Μαβίλης καλοτυχίζει τους νεκρούς, γιατί έχουν πιει το νερό της λησμονιάς και δε θυμούνται τα βάσανα της επίγειας ζωής. Παράλληλα τους συγκρίνει με τους ζωντανούς που υποφέρουν, επειδή δεν μπορούν να λησμονήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

 

 

“Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε

την πίκρα της ζωής. Όντας βυθίσει

ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,

μη τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ΄ναι!

 

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε

στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση

μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,

α στάξει γι΄ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

 

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμιούνται,

διαβαίνοντας λιβάδι απ΄ ασφοδίλι,

πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

 

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,

τους ζωντανούς τα μάτια τους ας θρηνήσουν

θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν”.

 

 

Η απάντηση της Θεώνης Δρακοπούλου, προς τον ίδιο τον θάνατο, που της στέρησε τον αιώνιο αγαπημένο της:

 

Τί άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα

και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,

αφου κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,

-κι ας είσαι νεκρός- πλημμυρούν από Σένα;

 

Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα

τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,

γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,

αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!

 

Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;

Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου

και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου

για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα”.

 

Τι θα ήταν η ζωή δίχως αγάπη;

Βασιλική Τσούνη – Συγγραφέας.